Αμαλία Ρούβαλη – Τακίμια
Τακίμια
Τσακίστηκε όλος ο καιρός
η πόρτα ανοιγοκλείνει
κατάμονη χάσκοντας
δόντια χαίνοντα
Κι εγώ που νόμιζα
ότι οι χάρτες
σηματοδοτούν ελλείψεις,
διαλείψεις
αισθήσεις,
διάττοντες αστέρες,
αλογάκια της θάλασσας,
πουλιά τιτιβίζοντα
σα σήμερα
λίγδα
βλαταίνει τα καλοκαίρια
κάτω από τη συκιά,
τη μουριά,
τη χουρμαδιά,
την ελιά,
εμείς/
αιτία
υποταγής
αρπαγής
φτιασιδωμένες τσακίσεις
εν αδεία
Ανασαίνω
το υπερβάλλον οξυγόνο σου
Να το πιεί
στο ποτήρι,
\το σωληνάκι\
ποιος θα νικήσει;
και πώς;
εκείνο -βεβαίως-
εμείς, ενεοί,
έρμαιοι στα οξύμωρα,
ενυπνιακοί στις τελείες
Δίκοπη
η ανάσα
του οξυγόνου.
πού φτάσαμε;
Η σιωπή είναι μόνο
το μέσα
των αμυχών
Ξέντυτες
πάλι οι ψυχές.
Ανάπλι, Αύγουστος 2012